Η παράσταση “πρόταση δυσπιστίας’’ στη βουλή συνεχίζεται… 

Γράφει ο Γιώργος Καπετανάκης

Η βουλή της Ελλάδος και όχι των Ελλήνων, ανέβασε στη θεατρική σκηνή του θεάτρου της βουλής, ένα παλαιότερο ξαναπαιγμένο έργο με τίτλο: Πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης.


Πρωταγωνιστές της παράστασης, το κυβερνών κόμμα Ν.Δ. και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, του ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά, Πλεύση Ελευθερίας και εννέα ανεξάρτητων βουλευτών.

Συγκεκριμένα και ενώ όλη η Ελλάδα βρισκόταν στο δρόμο με αφορμή το δυστύχημα των Τεμπών, το ΠΑΣΟΚ χωρίς ίχνος σεβασμού προς τους συγγενείς των νεκρών (που βγήκαν δρόμο για τα αυτονόητα που οφείλει ένα κράτος δικαίου να προσφέρει), κατέθεσε προς τη κυβέρνηση της Ν.Δ. πρόταση δυσπιστίας. Μια πρόταση που ψηφίστηκε με 157 κατά και 136 υπέρ. Λογικό μας ακούγεται να συμβεί κάτι τέτοιο και μάλιστα τι στιγμή που η κυβέρνηση έχει το 151 συν.

Και εδώ τίθεται το ερώτημα εφόσον η αντιπολίτευση γνωρίζει το ποσοστό γιατί τη κατέθεσε; Τι θέλει να πετύχει;

Είναι προφανές η πολιτική σκοπιμότητα και στρατηγική της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Βλέποντας τόσο κόσμο να διαδηλώνει στο δρόμο, άδραξε της ευκαιρίας να δείξει ότι υπάρχει και μάχεται κατά της κυβέρνησης κερδίζοντας την εύνοια του κόσμου, αναμένοντας να κερδίσει στο μέλλον ψήφους.

Από την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος όμως, τόσος κόσμος κατά του κομματικού καθεστώτος είναι επικίνδυνος όχι μόνο για την ΝΔ αλλά για όλη τη Κομματοκρατία που έκατσε πάνω μας σαν πανούκλα.

Είναι ξεκάθαρο θα λέγαμε και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η Κομματοκρατία, στηρίζεται στην αρχή και τη πρακτική των πελατειακών σχέσεων.

Αυτό επιτυγχάνεται μέσω χαριστικών πράξεων, διορισμών, παροχών και προνομίων σε προσκείμενους και ημέτερους, δηλαδή οι πολιτικοί και κυρίως τα κόμματα εξαγοράζουν εξουσία.

Οι πελατειακές σχέσεις υποβιβάζουν τις πολιτικές σχέσεις και τους εκλογικούς συσχετισμούς σε οικονομικές συναλλαγές μεταξύ πολιτικών πατρώνων και εξαρτημένων ψηφοφόρων με δαπάνες του Ελληνικού Δημοσίου αλλά και των φορολογουμένων.

Αν ενδιαφέρονταν πραγματικά η αντί-πολίτευση να ασκήσει πραγματική αντιπολίτευση (και αυτό είναι τέχνασμα μόνο του κομματικού συστήματος και όχι της δημοκρατίας), δεν θα άφηνε που λέει και ο λαός «τη κυβέρνηση σε χλωρό κλαρί» ελέγχοντας διαρκώς τη κοινοβουλευτική της δράση, κερδίζοντας έμπρακτα την εμπιστοσύνη μας. Αντιθέτως, βλέπουμε με τη πρόταση δυσπιστίας κάθε φορά η αντιπολίτευση να εδραιώνει τη κυβέρνηση.

Για του λόγου το αληθές οι προτάσεις δυσπιστίας που έχουν υποβληθεί κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης από την αντιπολίτευση διαχρονικά κατά της εκάστοτε κυβέρνησης είναι οι εξής:

Κατά του ΠΑΣΟΚ κατατέθηκαν συνολικά έξι προτάσεις δυσπιστίας από τη κυβέρνηση της ΝΔ, αντίθετα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατέθεσε τρεις προτάσεις κατά της ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε δυο προτάσεις κατά της τρικομματικής του Αντώνη Σαμαρά, όπου συμμετείχαν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε κατά της ΝΔ τρεις προτάσεις δυσπιστίας και τέλος η ΝΔ κατά του ΣΥΡΙΖΑ δύο προτάσεις δυσπιστίας.

Συνολικά η παράσταση του έργου (πρόταση δυσπιστίας) ανέβηκε 16 φορές στη βουλή, αφήνοντας έκθαμβο το Ελληνικό κοινό που τόσα χρόνια παρακολουθεί κατ’ επανάληψη να παίζεται με μεγάλη επιτυχία και το κόσμο ευχαριστημένο και από τις δύο πλευρές.

Και το αποτέλεσμα πιο είναι; 

Να ζούμε καθημερινά ένα νοητικό και βιοτικό υποβιβασμό κι έπειτα αναρωτιόμαστε τι φταίει και δεν πάμε μπροστά, τι είναι αυτό που μας κολλά μόνιμα στην ίδια θέση του υποτελή ανθρώπου.

Βάσει του άρθρου 84 του συντάγματος και σύμφωνα με το άρθρο 142 του κανονισμού της βουλής, η Βουλή έχει τη δυνατότητα να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από τη κυβέρνηση ή από κάποιο μέλος της υποβάλλοντας πρόταση δυσπιστίας.

Για να αντιληφθούμε δικαιότερα τη στενή συνάφεια που έχει η πρόταση δυσπιστίας με τη πρόταση εμπιστοσύνης, μελετώντας το Σύνταγμα που είναι το (Συμβόλαιο της υποταγής μας) διαπιστώνουμε το εξής:

Άρθρο 84: (Εμπιστοσύνη της Βουλής- αρχή της δεδηλωμένης).

Παράγραφος 6. Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών.

Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή, μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.

Σε αντίθεση με άλλες σημαντικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, όπως η διάλυση της Βουλής, το Σύνταγμα δεν απαιτεί την ύπαρξη συγκεκριμένων λόγων για την υποβολή πρότασης δυσπιστίας, ούτε καν «σοβαρών» λόγων. Αρκεί η υποβολή πρότασης 50 Βουλευτών, καθιστώντας την ένα εύκολο και προσβάσιμο εργαλείο στα χέρια της αντιπολίτευσης.

Η αρχή της δεδηλωμένης είναι όρος του Συνταγματικού Δικαίου και ορίζει ότι η κυβέρνηση οφείλει να έχει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον 151 από τους 300 για τη Βουλή των Ελλήνων.

Άλλο ένα λεκτικό τέχνασμα σε κοινή θέα μεν, αόρατο δε στα μάτια μας. Εφόσον μιλάμε για απόλυτη αριθμητικά, αυτό πρέπει να υπολογίζεται με βάση το σύνολο που είναι 300 βουλευτές, άρα το 151 είναι κοινώς πλειοψηφία, όχι απόλυτη, για να μη μπερδεύεται και ο κόσμος με τις διπλές έννοιες της διπλωματικής γλώσσας. Για παράδειγμα όταν λέμε το σκοτάδι είναι απόλυτο, τι πραγματικά εννοούμε; Ότι μπορούμε να δούμε στο σκοτάδι; Αφού είναι απόλυτο, πάμε παρακάτω.

Στη περίπτωση που μια πρόταση δυσπιστίας περάσει έχοντας τη πλειοψηφία όπως προαναφέραμε, τότε διαλύεται η βουλή και προκηρύσσονται εκλογές. Αναφερόμενοι σε αυτό θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι, η κοινοβουλευτική ιστορία της μεταπολίτευσης έχει δείξει στη πράξη ότι καμία κυβέρνηση δεν έπεσε από πρόταση δυσπιστίας.

Με τα προαναφερόμενα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, η πρόταση δυσπιστίας που κατατέθηκε από το ΠΑΣΟΚ, (όπως και όλες οι προηγούμενες προτάσεις του παρελθόντος) μετατρέπονται λόγω πλειοψηφίας από πρόταση δυσπιστίας, σε πρόταση εμπιστοσύνης.

Σε μια στενή σχέση των κομμάτων μεταξύ τους, για ακόμα μια φορά αποδεικνύεται ότι κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *