Γράφει η Λαμπρινή Νάκου
Το φως της δημοσιότητας πήρε μια είδηση τις τελευταίες μέρες που πρέπει να μας προβληματίσει όλους και ιδιαίτερα όσους χρησιμοποιούν τις ηλεκτρονικές εφαρμογές της Apple.
Συγκεκριμένα τη τελευταία δεκαετία η εταιρεία Apple έχει εικονική βοηθό της τη Siri, μια εταιρεία (εφαρμογή) με την οποία οι χρήστες των λειτουργικών συστημάτων που τη διαθέτουν, ενεργοποιώντας την, μπορούν να βοηθηθούν σε διάφορες εργασίες χρησιμοποιώντας φωνητικές εντολές.
Ως εδώ όλα καλά και όλα ωραία. Όπως αναφέρεται στην είδηση όμως υπήρχε μια αγωγή εδώ και 5 έτη κατά την οποία η αμερικάνικη τεχνολογική εταιρεία κατηγορείται ότι κατέγραφε συστηματικά τις ιδιωτικές συνομιλίες μέσω της Siri και γνωστοποιούσε τις συνομιλίες αυτές σε τρίτους και ιδιαίτερα σε διαφημιστές.
Από την μεριά της η εταιρεία αρνήθηκε τις κατηγορίες που της αποδόθηκαν αλλά συμφώνησε στη πρόταση του διακανονισμού, να καταβάλει 95 εκατομμύρια δολάρια για να διευθετηθεί η αγωγή. Έτσι εάν ο διακανονισμός εγκριθεί, εκατομμύρια καταναλωτές που έχουν χρησιμοποιήσει αυτές τις εφαρμογές από τις 17 Σεπτεμβρίου 2014 έως και τα τέλη του 2025, θα μπορέσουν να λάβουν 20 δολάρια (19,50 ευρώ) έκαστος ανά συσκευή που διαθέτει Siri.
Αν και η Apple αρνήθηκε τις κατηγορίες και δεν παραδέχτηκε καμία αδικοπραξία, δε μας προκαλεί εντύπωση που δέχτηκε να πληρώσει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για να μπει η υπόθεση αυτή στο συρτάρι καθώς αν συνεχιζόταν στις δικαστικές αίθουσες ενδεχομένως να την οδηγούσε σε πολύ μεγαλύτερες αποζημιώσεις. Είναι ξεκάθαρο ότι η κίνηση να αποδεχθεί το διακανονισμό φανερώνει έμμεσα την ενοχή της.
Εντύπωση όμως μας προκαλεί που ενώ παραβιάζεται η ελευθερία, η θεμελιώδης αξία χιλιάδων χρηστών της συγκεκριμένης εταιρείας, οι ίδιοι ζήτησαν το διακανονισμό, εξαγοράζοντας στην ουσία την ίδια την ελευθερία τους, με μόλις 20 δολάρια έκαστος και να λήξει το θέμα εκεί.
Αδιαμφισβήτητα η προστασία της ιδιωτικότητας και η ελευθερία είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου και οι θεσμοί οφείλουν να τα προστατεύουν μιας και όλοι και σε παγκόσμιο επίπεδο τα αναγνωρίζουν. Στο άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων γράφεται ξεκάθαρα ότι η μεταφορά προσωπικών συνομιλιών χωρίς τη συναίνεση των χρηστών παραβιάζει το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα καθώς και στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του ανθρώπου αναφέρεται ότι η συνεχής καταγραφή συνομιλιών χωρίς τη γνώση του χρήστη συνιστά καταχρηστική παρακολούθηση, που είναι αντίθετη με το δικαίωμα των πολιτών να προστατεύονται από παράνομες επεμβάσεις στην ιδιωτική τους ζωή. Για τη διασφάλιση όλων αυτών των δικαιωμάτων δημιουργήθηκε και ο γενικός κανονισμός για τη προστασία των προσωπικών δεδομένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση (GDPR).
Η παραβίαση των παραπάνω δικαιωμάτων τιμωρείται με βαριά πρόστιμα από τους θεσμούς, όπως συνέβη και σε παρελθόντα χρόνο με την εταιρεία της Google, όπου είχε κατηγορηθεί για την “κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης” και της επιβλήθηκε η ποινή των 2,4 δισεκατομμυρίων.
Συχνά ακούμε συζητήσεις παραβίασης προσωπικών δεδομένων και παρακολούθησης συνομιλιών από ηλεκτρονικές πλατφόρμες και πολλές φορές το έχουμε διαπιστώσει να συμβαίνει και σε εμάς τους ίδιους. Αντιλαμβανόμαστε ότι οι εταιρείες αυτές στόχο έχουν τη πολιτική και κοινωνική χειραγώγηση των χρηστών τους μέσω των στοχευμένων διαφημίσεων, την επιρροή και τον έλεγχο της κοινής γνώμης, που όλα αυτά έρχονται βέβαια σε αντίθεση με το συλλογικό συμφέρον.
Μια Πολιτεία οφείλει να σέβεται και να προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα της ανθρώπινης φύσης. Οφείλει να θεσπίσει πολιτειακούς νόμους και νόμο για τη δημοσιότητα. Μέσα σε ένα περιβάλλον που η διαδικασία και η εφαρμογή σε κάθε πρόταση, καινοτομία, σκέψη πρέπει να είναι εναρμονισμένη στο αξιακό σύστημα και να εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο των λειτουργικών αρχών της πολιτείας, ώστε να συντελεί στη διαχρονική ανέλιξη και αναβάθμιση όλης της κοινωνίας. Οφείλει να υπερασπίζεται με κάθε τρόπο το δίκαιο και τα ουσιώδη δικαιώματα των πολιτών της, όχι θεσπίζοντας νόμους που καταρρίπτονται απλά με μια τυπική αποζημίωση αλλά ουσιαστικά.